- ὑπερέκχυσις
- ὑπερέκχυσιςoverflowingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερέκχυσις — ύσεως, ἡ, Α [ὑπερεκχέω] 1. (για τον Νείλο και για τη θάλασσα) πλημμύρα 2. μτφ. υπερβολική οινοποσία … Dictionary of Greek
ὑπερεκχύσεις — ὑπερέκχυσις overflowing fem nom/voc pl (attic epic) ὑπερέκχυσις overflowing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεκχύσεσι — ὑπερέκχυσις overflowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)